Quantcast
Channel: Μικρές ιστορίες | Κώστας Θερμογιάννης
Viewing all articles
Browse latest Browse all 11

Η Ομορφιά.

0
0

Η Ομορφιά ήταν χτισμένη μέσα σ’ ένα καταπράσινο τοπίο. Από τα ανατολικά μπορεί κανείς να διακρίνει τη θάλασσα ενώ στα δυτικά υψώνεται το βουνό με την άγρια ομορφιά του. Δυο χιλιάδες κάτοικοι όλοι κι όλοι, λίγο πολύ γνωρίζονται μεταξύ τους. Δε λείπει τίποτα από την Ομορφιά, έχει σχολείο, αστυνομικό σταθμό, τράπεζες, ιατρείο κι όλες τις ευκολίες που μπορεί να ζητήσει κανείς. Το καμάρι του χωριού είναι το πρότυπο κονικλοτροφείο που αποτέλεσε την αφορμή για την ανάπτυξη του τόπου πάνω από πενήντα χρόνια πριν. Σήμερα εργάζονται εθελοντικά σ’  αυτό όλοι ανεξαιρέτως οι κάτοικοι εκ περιτροπής. Υπάρχει βέβαια και το μόνιμο προσωπικό στο οποίο δίνει εντολές απευθείας η Δήμαρχος της Ομορφιάς η κυρία Σαπφώ. Μια πληθωρική γυναίκα με έντονη προσωπικότητα, ντύνεται πάντα με κοστούμι και κυκλοφορεί όλη μέρα στην Ομορφιά προσπαθώντας να διορθώσει ότι δεν είναι σωστό και να εξωραΐσει κάθε γωνιά της πόλης.

Στην Ομορφιά υπάρχουν πάρα πολλά ξενοδοχεία τα οποία είναι γεμάτα σχεδόν κάθε εποχή του χρόνου. Ο τουρισμός, μετά τα κουνέλια, είναι η μεγαλύτερη πηγή πλούτου για τους κατοίκους, γι’ αυτό φροντίζουν ιδιαίτερα τους επισκέπτες και παρέχουν υπηρεσίες πολύ υψηλής ποιότητας που είναι πλέον ξακουστές παντού. Η ίδια η πόλη μοιάζει να είναι βγαλμένη από παραμύθι, όλα τα οικήματα είναι χτισμένα με πέτρα, διώροφα το πολύ με εξαίρεση το Δημαρχείο που έχει τρεις ορόφους και δεσπόζει στην κεντρική πλατεία. Όλοι οι δρόμοι είναι πλακόστρωτοι και απαγορεύεται να  κυκλοφορούν αυτοκίνητα. Οι μετακινήσεις γίνονται είτε με τα πόδια είτε με άμαξες που σέρνουν περιποιημένα άλογα και είναι δωρεάν καθόσον υπάρχει ειδικό κονδύλι του Δήμου για το λόγο αυτό. Η καθαριότητα των δημόσιων χώρων είναι δεδομένη ανά πάσα στιγμή όπως και το αίσθημα ασφάλειας των κατοίκων.

 

Δεν ήταν πάντα έτσι η Ομορφιά. Παλιότερα, πριν αλλάξει το όνομά της, ήταν ένα άχαρο χωριό γεμάτο άξεστους κτηνοτρόφους που περνούσαν τη μέρα τους είτε στα ζώα είτε στα καφενεία παίζοντας τάβλι και μεθοκοπώντας. Παντού υπήρχε διάσπαρτη αυτή η μυρωδιά των ζωντανών και η βρώμα από τις σβουνιές. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν πάντοτε λασπωμένοι και χαρακωμένοι από τα χαντάκια που σχημάτιζε το νερό της βροχής. Αν δεν πρόσεχες μπορούσες πολύ εύκολα να χτυπήσεις. Οι γυναίκες πάσχιζαν να φέρουν βόλτα τα σπιτικά τους και πάντα ήταν με το κεφάλι σκυμμένο, πρόθυμες να εκτελέσουν τις εντολές των συζύγων τους. Ο κοινοτάρχης τα χρόνια εκείνα ήταν ο μοναδικός που ήξερε στοιχειωδώς να γράφει και να διαβάζει κι έτσι μονοπωλούσε το αξίωμα για πάνω από σαράντα χρόνια. Το μυαλό του όμως το είχε διαρκώς στις γυναίκες, ειδικά στις χήρες που ήταν η αδυναμία του κι έτσι λίγα πράγματα έκανε για τον τόπο του, η αλήθεια είναι ότι τον είχε αφήσει τελείως στην τύχη του. Τα πράγματα άλλαξαν όμως από τη στιγμή που έφτασαν στο χωριό ο Μπίλης με το Δήμο. Ήταν δύο φίλοι που αποφάσισαν να φύγουν από τη μεγάλη πόλη που ένιωθαν ανεπιθύμητοι και φτάνοντας στο Ίσωμα, έτσι το έλεγαν το χωριό τότε, εγκατασταθήκαν κι έφτιαξαν το πρώτο κονικλοτροφείο, εκεί που βρίσκεται η κεντρική πλατεία σήμερα. Περνούσαν πολύ καλά και σιγά σιγά άρχισαν να έρχονται κι άλλοι φίλοι τους κι επειδή κανείς δεν τους ενοχλούσε έστηναν κι από ένα μικρό σπιτάκι και έμεναν μόνιμα εκεί. Με τα χρόνια κι αφού το κονικλοτροφείο πήγαινε πολύ καλά κι άρχισε να αποκτά φήμη, όλο και περισσότεροι μετακόμιζαν στο χωριό. Κάποια στιγμή ο Μπίλης ανέλαβε τα ηνία του χωριού εκτοπίζοντας τον μέχρι τότε κοινοτάρχη. Επικράτησε αναταραχή και οι παλιοί κάτοικοι αντέδρασαν βίαια, προσπάθησαν να ανακτήσουν τον έλεγχο, αλλά οι νεοφερμένοι λόγω της παιδείας και της συνοχής τους κατάφεραν να έχουν το πάνω χέρι. Ο Μπίλης άρχισε να κάνει έργα και να ομορφαίνει το χωριό. Έφτιαξε πλακόστρωτο στη θέση των χωμάτινων δρόμων, απαγόρευσε να μπαίνουν τα ζώα μέσα στην κατοικημένη περιοχή και φρόντισε να απομακρυνθούν οι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι ένιωσαν κυνηγημένοι και βρήκαν καταφύγιο στο διπλανό χωριό. Ξεριζώθηκαν κυριολεκτικά κι άφησαν πίσω τους τα πάντα προκειμένου να μη χάσουν τις παλιές τους συνήθειες και τον τρόπο ζωής που δεν άλλαζαν με τίποτα. Με τον καιρό, όλο και περισσότεροι άρχισαν να καταφθάνουν στην Ομορφιά, που στο μεταξύ είχε αλλάξει και όνομα. Το κονικλοτροφείο μεταφέρθηκε στην άκρη της πόλης πια και για πρώτη φορά δημιουργήθηκαν οι υποδομές που υπάρχουν και σήμερα.

Ο Γιάννης είχε μόλις επιστρέψει από το εξωτερικό. Είχε τελειώσει τις σπουδές του εκεί και μετά από μια πετυχημένη καριέρα στα οικονομικά αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα. Μετά από μερικούς μήνες άσκοπου ψαξίματος και μη μπορώντας να βρει δουλειά πουθενά αποφάσισε να αφήσει την πρωτεύουσα για την Ομορφιά. Είχε δει στην αγγελία ότι δεν υπήρχαν λογιστές και ότι οι τοπικές αρχές θα επιδοτούσαν τους τέσσερις πρώτους που θα αποφάσιζαν να μείνουν και να εργαστούν εκεί. Το είχε συζητήσει με τη γυναίκα του και κατέληξαν ότι αυτή η επιλογή ήταν η καλύτερη δυνατή. Άλλωστε, ο Γιάννης πριν αρκετά χρόνια, παιδί ήταν ακόμα, έτυχε να βρεθεί εκεί για λίγο και είχε χαραχτεί στη μνήμη του η ομορφιά της. Όλο εκείνο το σκηνικό της πέτρινης πολιτείας που έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από άλλη εποχή ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητο από τον επισκέπτη. Θα πήγαινε πρώτα εκείνος για να τακτοποιήσει τα απαραίτητα για τη δουλειά του, να βρει και σπίτι και μετά θα επέστρεφε για να πάρει τα πράγματά τους και να μετακομίσουν.

 

Είχε σηκωθεί από νωρίς το πρωί, η αγωνία για το ταξίδι και για τη μεγάλη αλλαγή στη ζωή του δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Προσπαθούσε ανεπιτυχώς να διώξει αυτό το αίσθημα της αγωνίας και του άγχους κι αντί να ηρεμήσει, το μυαλό του γινόταν ολοένα και πιο δραστήριο. Μάζεψε τα χαρτιά και τις σκέψεις του κι αγκαλιά μ’ ένα ποτήρι κρύο καφέ χαιρέτισε τη γυναίκα του και ξεκίνησε για τον προορισμό του. Ο καλός καιρός στάθηκε σύμμαχός του κι απόλαυσε κάθε στιγμή της διαδρομής. Συνοδευόμενος από απαλή μουσική άφηνε τη ματιά του να πλανιέται στην όμορφη φύση καθώς πλησίαζε. Το τοπίο, με τις έντονες εναλλαγές του, μαγνήτιζε τον περαστικό και τον ηρεμούσε, κανένα ίχνος πολιτισμού δεν υπήρχε ολόγυρα, ούτε καν οι ενοχλητικές κολώνες που μεταφέρουν το ρεύμα. Κάποια στιγμή σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και κατέβηκε για να τραβήξει μερικές φωτογραφίες. Ένα απαλό αεράκι χάιδεψε τα μακριά μαλλιά του κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι ήθελε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στην επαρχία, μακριά από την πολυκοσμία της μεγαλούπολης. Μύρισε τον αέρα και τέντωσε διάπλατα τα χέρια του λες κι ήθελε να κλείσει όλον ετούτο τον τόπο στην αγκαλιά του, να χαθεί μέσα του, να γίνει ένα μ’ αυτόν.

 

Μισή ώρα αργότερα έφτασε στην Ομορφιά. Του φάνηκε περίεργο που δεν μπορούσε να μπει μέσα στην πόλη με το αυτοκίνητό του. Το άφησε στο υπαίθριο πάρκινγκ, πήρε τα πράγματά του και κατευθύνθηκε προς την υποδοχή. Έσκυψε για να δει τον υπάλληλο και πριν προλάβει να μιλήσει βρέθηκε προ εκπλήξεως.

– Καλώς τον, καλώς τον, είπε ο υπάλληλος με μια ασυνήθιστα γλυκιά φωνή.

Σάστισε, τόσο από την ευγένεια όσο και από την υφή της φωνής του υπαλλήλου. Προκειμένου να μην προδώσει τις σκέψεις του ξερόβηξε κι απάντησε.

– Γεια σας. Ήθελα να σας ρωτήσω παρακαλώ, πόσο κοστίζει για να αφήσω το αυτοκίνητό μου εδώ για μερικές ώρες;

– Α, πρώτη φορά έρχεστε εδώ, έτσι δεν είναι;

– Η αλήθεια είναι ότι είχα έρθει μια φορά μικρός, πριν πάρα πολλά χρόνια…

– Καλέ μου, έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από τότε, είπε αφήνοντας ένα κατσαρό γέλιο.

Ο Γιάννης έμεινε να τον κοιτάει παγωμένος.

– Δωρεάν. Είναι δωρεάν. Μπορείς να το αφήσεις όσο θες. Θα σου το προσέχω σαν τα μάτια μου, μην ανησυχείς καθόλου, χα,χα,χα…

– Και γιατί είναι δωρεάν;

– Όλοι οι χώροι στάθμευσης είναι δημοτικοί και τα έξοδα είναι όλα του δήμου. Προσφορά για τους επισκέπτες μας, για να μας ξανάρχονται… Η ματιά του κοιτούσε κάπου απροσδιόριστα στο πουθενά ενώ η φωνή του είχε αποκτήσει ένα μελαγχολικό τόνο. Επανήρθε γρήγορα όμως στην πραγματικότητα και γύρισε προς τον συνομιλητή του. Του χαμογέλασε απλώς κι έμεινε να τον κοιτά σιωπηλά.

– Το Δημαρχείο είναι μακριά;

– Ναι, καλέ μου, είναι στο κέντρο, είπε χρησιμοποιώντας ξανά εκείνη την περίεργη υφή στη φωνή του.

– Και πως μπορώ να φτάσω μέχρι εκεί;

– Α, πολύ πολύ εύκολα, μη μου αγχώνεσαι, χα, χα, χα. Βλέπεις τις άμαξες εκεί πέρα; Πήδηξε πάνω σε όποια θες και θα σε πάει στο Δημαρχείο, χα, χα, χα…

Ο Γιάννης έμεινε εμβρόντητος να τον κοιτάει. Αυτή η ελαφρότητα του φαινόταν παράξενη. Τον ευχαρίστησε όμως και κατευθύνθηκε προς την ουρά με τις άμαξες. Ανέβηκε στην πρώτη και είπε ξερά: Στο Δημαρχείο.

– Πες κι ένα γεια σου, δεν κοστίζει, ήταν η απάντηση του γεροδεμένου άντρα που κρατούσε τα ηνία.

– Συγνώμη, έκανε ντροπιασμένος.

 

Κοίταξε με απορία τον αμαξά που έμοιαζε περισσότερο με γονδολιέρη της Βενετίας. Φορούσε μαύρο δερμάτινο παντελόνι και μπλούζα με χοντρές οριζόντιες ρίγες ίδιου χρώματος ενώ στο κεφάλι του ξεχώριζε το μεγάλο άσπρο καπέλο με την επίσης μαύρη κορδέλα. Τα χέρια του ήταν γραμμωμένα και γεμάτα μύες, σίγουρα ήταν τακτικός θαμώνας του γυμναστηρίου.

Η άμαξα κυλούσε πολύ ομαλά πάνω στο πλακόστρωτο χωρίς να τον κουνάει. Κοιτούσε τα περιποιημένα σπίτια, τα οποία παρόλο που οι αυλές τους ήταν σχετικά μικρές είχαν πολλά λουλούδια. Η πολυχρωμία αυτή των λουλουδιών έδινε μια ευχάριστη όψη στην πόλη και το μάτι δεν κουραζόταν από τη μονοτονία. Όσο πλησίαζαν προς το κέντρο, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους μικρά και μεγαλύτερα καταστήματα, χωρίς μεγάλες και πολύχρωμες διαφημιστικές ταμπέλες. Μόνο μια ξύλινη επιγραφή πάνω από την πόρτα πρόδιδε το είδος της επιχείρησης από μακριά ενώ οι περισσότερες βιτρίνες ήταν μικρές. Διάσπαρτες παντού μικρές πλατείες με σιντριβάνια και μικρά πάρκα, μερικές είχαν παιδότοπους κι άλλες ήταν σκεπαστές, όλες όμως είχαν μικρές καφετέριες ολόγυρα με ξύλινα τραπέζια κι όμορφα στολισμένους σερβιτόρους. Ακόμα και οι υπηρεσίες, όσες τουλάχιστον κατάφερε να δει, είχαν εναρμονιστεί πλήρως με το υπόλοιπο περιβάλλον και δεν ξεχώριζαν. Ο κόσμος πήγαινε κι ερχόταν αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς, όχι με τους συνηθισμένους ρυθμούς μιας σύγχρονης πόλης. Το νωχελικό περπάτημά τους, έκανε το Γιάννη να ανησυχήσει προς στιγμή νομίζοντας ότι ήταν αργία η σημερινή μέρα και ότι άδικα είχε κάνει τον κόπο να έρθει. Πριν προλάβει να τελειώσει τους συλλογισμούς του, η άμαξα σταμάτησε υπακούοντας στο παράγγελμα του οδηγού της.

– Φτάσαμε, είπε κοφτά με πολύ βαθιά φωνή.

– Τι σας οφείλω, είπε ο Γιάννης βγάζοντας το πορτοφόλι από την τσέπη του.

– Την αγάπη σου, απάντησε με ακόμα πιο βαθιά φωνή αυτή τη φορά κοιτάζοντάς τον λες και τον επεξεργαζόταν. Νέος εδώ;

– Νέος. Αλλά δε μου είπατε τι σας οφείλω.

– Είπα, την αγάπη σου.

– Ορίστε;

– Δωρεάν, αγόρι μου, πώς να το πω δηλαδή;

– Γιατί δωρεάν;

– Τα έξοδα είναι του Δήμου.

– Και το παρκινγκ και η μεταφορά δωρεάν; Περίεργο μου φαίνεται.

– Γιατί αγόρι μου σου φαίνεται περίεργο; Επειδή μας αρέσει να περιποιούμαστε τον κόσμο; Ειδικά τα νέα τα παιδιά όπως εσύ;

– Ορίστε; ξαναείπε χωρίς να το καταλάβει.

– Άμα θέλεις να σε περιμένω, άμα είναι να πας κι αλλού δηλαδή.

– Όχι ευχαριστώ.

– Καλώς, σε χαιρετώ τότε, και που είσαι, αργότερα μπορεί να πίνω καφέ με φίλους εκεί απέναντι, άμα θέλεις έρχεσαι, εντάξει; είπε δείχνοντάς του το μαγαζί απέναντι από το Δημαρχείο.

– Δεν ξέρω, ευχαριστώ πάντως, είπε κατεβαίνοντας.

– Καλά, έτσι λένε όλοι και μετά έρχονται, του απάντησε ο αμαξάς καθώς τέντωσε τα γκέμια.

Δεν του άρεσε ο τόνος και η συμπεριφορά του αμαξά, ήταν έξω από τους κανόνες συμπεριφοράς που γνώριζε, αλλά το ξέχασε γρήγορα, μήπως θα τον ξαναέβλεπε; Περίεργα πράγματα, σκέφτηκε, δωρεάν το ένα, δωρεάν το άλλο, τι γίνεται εδώ; Διόρθωσε τα ρούχα του και κατευθύνθηκε στο Δημαρχείο. Στην είσοδο, μια κυρία που είχε περάσει τα πενήντα στεκόταν πίσω από το γραφείο. Δε γύρισε καν να τον κοιτάξει, παρά είχε συγκεντρώσει το βλέμμα της σε μια κόλα χαρτί που έμοιαζε να είναι επίσημο, υπηρεσιακό.

– Συγνώμη, μήπως θα μπορούσατε να μου πείτε που είναι το γραφείο εργασίας;

– Τι πράμα; απάντησε βαριεστημένα και γύρισε αργά αργά για να τον κοιτάξει.

– Το γραφείο εργασίας;

– Κι εσύ ποιος είσαι;

– Ξέρετε είμαι λογιστής και είδα μια ανακοίνωση του Δήμου σας που ζητάει λογιστές.

– Καλώς τον.

– Καλώς σας βρήκα.

– Μπράβο, είπε εκείνη με το πιο μακρόσυρτο άλφα που είχε ακούσει ποτέ του.

– Λοιπόν;

– Τι λοιπόν;

– Το γραφείο εργασίας;

– Α, ναι. Θα προχωρήσεις και πριν το τέρμα του διαδρόμου και θα το βρεις, … δεξιά, … το γράφει πάνω από την πόρτα. Το κατάλαβες;

– Μάλιστα, σας ευχαριστώ πολύ.

– Εντάξει, είπε χρησιμοποιώντας πάλι εκείνο το μακρόσυρτο άλφα.

 

Προχώρησε στο διάδρομο και λίγο πριν φτάσει στο τέρμα είδε το πολυπόθητο γραφείο. Ένα μακρύ γκισέ φτιαγμένο από λουστραρισμένο ξύλο, περιποιημένο και πεντακάθαρο περίμενε το κοινό του περήφανο για την κομψότητά του. Κι από πίσω δύο νεαρές σε ηλικία υπάλληλοι κι ένας λεπτοκαμωμένος κύριος λίγο πέρα. Η πρώτη από τις δύο κοπέλες μόλις τον αντίκρισε σηκώθηκε όρθια και πολύ πρόθυμα του έκανε νεύμα να πλησιάσει.

– Καλημέρα, του είπε.

– Επίσης.

– Τι μπορούμε να κάνουμε για σένα;

– Ξέρετε, είδα μια ανακοίνωσή σας για λογιστές, είπε διστακτικά συνειδητοποιώντας ότι όλοι όσοι είχαν έρθει σε επαφή μαζί του του είχαν μιλήσει στον ενικό κι όχι στον πληθυντικό, εκείνον της ευγενείας. Κι όμως το ύφος τους δεν ήταν κακοπροαίρετο ούτε προσβλητικό.

– Α, πολύ ωραία. Είσαι λογιστής;

– Μάλιστα.

– Ο Δήμος έχει αποφασίσει να βοηθήσει τους πρώτους τέσσερις λογιστές που θα ενδιαφερθούν για τη δουλειά. Κι εσύ είσαι ο πρώτος. Μπράβο, μπράβο, πολύ χαίρομαι.

– Μάλιστα, αλλά πείτε μου σας παρακαλώ τι πρέπει να κάνω.

– Α, είναι πολύ απλό. Μια αίτηση και να μου δώσεις και τα χαρτάκια σου.

– Τα χαρτάκια μου;

– Ναι, το πτυχίο κι ότι άλλο έχεις. Να, είπε δίνοντάς του ένα έντυπο σχέδιο της αίτησης.

– Σας ευχαριστώ.

– Κάτσε εκεί στο τραπέζι να το συμπληρώσεις και μου το ξαναφέρνεις.

Ο Γιάννης κατευθύνθηκε στο τραπέζι που του είχε υποδείξει η υπάλληλος κι άρχισε να συμπληρώνει την αίτηση. Στο μεταξύ άκουγε τη συνομιλία της κοπέλας που τον εξυπηρέτησε με τη συνάδερφό της.

– Κούκλος δεν είναι;

– Ναι. Ωραίο παιδί.

Γύρισε και τις κοίταξε εμφανώς κοκκινισμένος. Εκείνες το κατάλαβαν και συνέχισαν να μιλούν χαμηλόφωνα. Εκείνη τη στιγμή πρόσεξε ότι και οι δυο φορούσαν παρόμοια ρούχα και οι κορδέλες που είχαν περασμένες στα μαλλιά τους ήταν ίδιες. Σύμπτωση θα είναι σκέφτηκε κι άρχισε να γράφει. Λίγο αργότερα, πλησίασε πάλι το γκισέ.

– Ορίστε η αίτηση, να και τα δικαιολογητικά.

Η υπάλληλος τα πήρε κι άρχισε να τα εξετάζει. Πτυχίο… ναι, μεταπτυχιακός τίτλος, μμμ… ναι, πιστοποιητικό από το στρατό … ναι, βεβαίωση για το ποινικό μητρώο … εντάξει …, φωτογραφίες … τέσσερις εντάξει, βεβαιώσεις από τους γιατρούς … εντάξει, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης … εντάξει… ΤΙ; Μα, αυτό δεν είναι δυνατόν.

– Τι έγινε;

– Μα δεν μπορείτε να πάρετε τη θέση.

– Γιατί;

– Γιατί είστε παντρεμένος.

– Ορίστε;

– Είστε παντρεμένος.

– Και που είναι το πρόβλημα;

– Μα σας το ξαναείπα, είστε παντρεμένος.

– Κι από πότε αυτό είναι λόγος για να μην μπορεί κάποιος να κάνει μια δουλειά; Ανησύχησε γιατί ξαφνικά εκείνος ο ξέγνοιαστος ενικός μετατράπηκε σε πληθυντικό.

– Κύριε μου, από το πιστοποιητικό αυτό προκύπτει ότι είστε παντρεμένος με την κυρία Άρτεμις Θεοδώρου.

– Και λοιπόν;

– Μα είστε παντρεμένος!!!

– Εξηγήστε μου επιτέλους δεν καταλαβαίνω.

– Ιορδάνη, σε παρακαλώ, έλα λίγο να δεις.

Ο λεπτοκαμωμένος κύριος πετάχτηκε από την καρέκλα του λες και τον είχε χτυπήσει ρεύμα. Με δυο δρασκελιές έφτασε δίπλα στην υπάλληλο και πήρε το χαρτί στα χέρια του. Ναι, ναι, δεν είναι δυνατόν. Δεν έχει ξανασυμβεί τέτοιο πράγμα είπε χωρίς καν να τον κοιτάξει. Περιμένετε λίγο σας παρακαλώ. Με μια απότομη κίνηση γύρισε κι εξαφανίστηκε πίσω από την πόρτα στον μακρύ διάδρομο.

– Μπορείτε να μου πείτε επιτέλους τι συμβαίνει;

– Θα σας εξηγήσει ο προϊστάμενός σε λίγο, παρακαλώ περιμένετε.

– Μα, τι σχέση μπορεί να έχει η γυναίκα μου;

– Σας παρακαλώ, περιμένετε.

– Καλά, αλλά πείτε μόνο αν έχει κάνει κάτι η σύζυγός μου το οποίο πρέπει να μάθω. Έχω αρχίσει κι ανησυχώ.

– Όχι, όχι, δεν έχει κάνει η σύζυγός σας, του είπε κοφτά η υπάλληλος και χώθηκε πίσω από τα χαρτιά της.

Ο Γιάννης γύρισε προς την πόρτα και περίμενε ανυπόμονα τον προϊστάμενο. Είχαν αρχίσει να περνάνε διάφορα από το μυαλό του. Ποιος ξέρει γιατί η γυναίκα του τους είχε προκαλέσει όλη αυτή την αναστάτωση. Γύρισε κι έριξε μια κοφτή ματιά στις δυο γυναίκες πίσω από το γκισέ και βγήκε στο διάδρομο. Έβγαλε το κινητό του τηλέφωνο και κάλεσε τη σύζυγό του.

– Ναι;

– Έλα ρε κορίτσι μου, που είσαι;

– Στο σπίτι. Εσύ, όλα καλά, πως έφτασες;

– Τι καλά ρε Άρτεμις, μόλις είδαν εδώ το όνομά σου κάνουν σαν τρελοί. Έχεις κάνει κάτι ρε κορίτσι μου που δεν το ξέρω;

– Σαν τι ρε Γιάννη;

– Ξέρω κι εγώ;

– Όχι μωρό μου, τίποτα δεν έχω κάνει … άλλωστε τόσα χρόνια είμαστε μαζί και με ξέρεις.

– Τότε γιατί αυτοί βρε παιδί μου κάνουν σαν τρελοί;

– Δηλαδή πως κάνουν;

– Έδωσα την αίτηση, περίμενε λίγο… σταμάτησε γιατί πέρασε από δίπλα του ένας κύριος και δεν ήθελε να ακούσει τη συζήτηση με τη γυναίκα του και μόλις απομακρύνθηκε συνέχισε. Έδωσα την αίτηση και όλα καλά μέχρι που είδαν το όνομά σου στο πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης. Από εκεί και πέρα όλα στράβωσαν. Μου είπαν ότι δε γίνεται να δουλέψω εδώ.

– Γιατί;

– Έλα ντε, αυτό προσπαθώ να μάθω.

– Κι εγώ τι σχέση έχω;

– Αυτό δεν προσπαθώ να σου πω ρε μωρό μου; Ούτε να ακούσουν δε θέλουν το όνομά σου.

– Τι να σου πω, δεν μπορώ να καταλάβω.

– Καλά, καλά κλείσε, έρχεται ο προϊστάμενος μήπως βγάλω καμιά άκρη.

– Μόλις μάθεις πάρε με, εντάξει;

– Εντάξει, γεια.

Ο ψηλόλιγνος προϊστάμενος τον πλησίασε με αυστηρό ύφος.

– Σίγουρα δεν είστε εδώ για να μας κάνετε κάποια κακόγουστη φάρσα κύριέ μου;

– Σας παρακαλώ, τι φάρσα λέτε; Εγώ για τη δουλειά ήρθα και σίγουρα έχει γίνει κάποια παρεξήγηση. Μήπως να καθίσουμε ήρεμα για να διευκρινίσουμε τα πράγματα;

– Σίγουρα δεν είναι πλάκα;

– Σίγουρα.

– Τότε ελάτε μαζί μου, είπε κάνοντας απότομα μεταβολή κι αρχίζοντας να περπατάει προς την άκρη του διαδρόμου.

Έφτασαν μπροστά στη σκάλα κι άρχισαν να ανεβαίνουν. Πέρασαν τον πρώτο όροφο και το δεύτερο και στον τρίτο βρέθηκαν έξω από το γραφείο της Δημάρχου. Στον προθάλαμο μια κοκκινομάλλα γεμάτη φακίδες γραμματέας του είπε να περιμένει. Κάθισε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και παρατηρούσε μια τα χαριτωμένα κοτσιδάκια της γραμματέως και μια τον προϊστάμενο που πήγαινε διαρκώς πέρα δώθε λες και καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Η γραμματέας όλο και του έριχνε δήθεν αδιάφορες ματιές, αλλά εκείνος ένιωθε σαν να δίνει εξετάσεις. Κοίταξε το ρολόι του, κόντευε να φτάσει μεσημέρι.

 

Τις σκέψεις του διέκοψε ο ήχος του τηλεφώνου. Η γραμματέας το σήκωσε και είπε μόλις μια λέξη όλη κι όλη. Ναι. Τους έκανε νόημα να περάσουν. Πρώτος ο προϊστάμενος, που δεν είχε σταματήσει να πηγαινοέρχεται νευρικά, άνοιξε την πόρτα και πέρασε στο γραφείο της Δημάρχου κι από πίσω ο Γιάννης. Μόλις αντίκρισε το εσωτερικό σάστισε από την ομορφιά και την κομψότητα. Οι τοίχοι είχαν ξύλινη επένδυση, όπως και το ταβάνι. Το πάτωμα, ξύλινο κι αυτό, άστραφτε από το λούστρο. Το λιτό αλλά κλασικό γραφείο της Δημάρχου είχε τα ίδια σχέδια όπως και η μεγάλη βιβλιοθήκη πίσω της. Η μοναδική παραφωνία εκεί μέσα ήταν η λευκή οθόνη του υπολογιστή που είχε στο πίσω μέρος της το σήμα του δαγκωμένου μήλου.

– Καθίστε, είπε με την τραχιά φωνή της η Δήμαρχος.

Βολεύτηκαν στις πολυθρόνες όπως όπως και κανένας από τους δυο άντρες δε βρήκε το θάρρος να μιλήσει.

– Λοιπόν, κύριε Γιάννη, έμαθα πως θέλετε να εργαστείτε στην πόλη μας ως λογιστής, έτσι δεν είναι;

– Μάλιστα.

– Κι απ’ ότι βλέπω οι περγαμηνές σας είναι άριστες.

– …

– Και είστε και παντρεμένος.

– Μάλιστα.

– Με την κυρία … για να δω … Άρτεμις Θεοδώρου, αυτό δεν είναι το όνομά της;

– Μάλιστα.

– Και είστε σίγουρος ότι θέλετε να δουλέψετε εδώ;

– Μάλιστα.

– Και δεν πρόκειται για κάποιο αστείο; είπε και σηκώθηκε όρθια κοιτώντας τον με αυστηρό ύφος.

– Μάλιστα.

– Κάτι άλλο εκτός από μάλιστα λέτε;

– Μάλιστα. Δηλαδή ναι.

– Και δεν πρόκειται για αστείο;

– Ναι. Δηλαδή όχι. Ήρθα εδώ για να δουλέψω κυρία Δήμαρχε.

– Και γιατί εδώ κι όχι κάπου αλλού;

– Είδα την ανακοίνωσή σας και θεώρησα ότι είναι μια πολύ καλή ευκαιρία.

– Όμως εσείς δεν είστε σαν εμάς.

– Δηλαδή;

– Τι δηλαδή, είστε διαφορετικός.

– Τι εννοείτε, δεν σας καταλαβαίνω.

– Ή κάνετε, κύριέ μου, πως δε με καταλαβαίνετε. Εδώ υπάρχει η Άρτεμις Θεοδώρου, η γυναίκα σας και ‘σεις μου λέτε πως δεν καταλαβαίνετε. Ο τόνος της φωνής της είχε ανέβει πολύ. Τι θέλετε δηλαδή, να σας δεχτούμε επειδή είστε διαφορετικός; Γιατί, τόσο πολύ νομίζετε ότι είστε καλύτερος από μας;

– Δεν σας καταλαβαίνω, τι σχέση έχει η γυναίκα μου; Έχει κάνει κάτι;

– Μα είστε παντρεμένος μαζί της.

– Και πού είναι το κακό;

– Αλήθεια δεν ξέρετε ή απλώς θέλετε να με εκνευρίσετε περισσότερο; Βγήκε από το γραφείο της κι άρχισε να τον πλησιάζει.

– Ξέρετε, εμείς… εδώ …, προσπάθησε να πει ο προϊστάμενος αλλά εκείνη τον διέκοψε.

– Εμείς εδώ διαφέρουμε κύριέ μου από εσάς. Είμαστε ζευγάρια με άτομα του ίδιου φύλου. Όλοι μας. Κανένας δεν είναι σαν εσάς. Ή μήπως δεν το ξέρατε αυτό; Όλοι μας ανεξαιρέτως. Και κανένας ποτέ μέχρι σήμερα δεν τόλμησε να σπάσει αυτόν τον κανόνα. Κι έρχεστε εσείς και μου ζητάτε να σας βοηθήσω να εγκατασταθείτε και να εργαστείτε εδώ. Είναι δυνατόν; Θα φέρετε και τη σύζυγό σας μαζί και θα κάνετε βόλτες στην πλατεία να σας βλέπει ο κόσμος; Να σας βλέπουν τα παιδιά;

– Μα…

– Ξέρω ποιος είναι ο σκοπός σας. Θέλετε να διαβρώσετε την κοινωνία που με τόσο κόπο έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε όλα αυτά τα χρόνια. Θέλετε να σπείρετε την αμφιβολία ανάμεσά μας. Να κάνετε τους νέους ανθρώπους να αμφισβητήσουν τα ήθη μας. Και θα αρχίσετε να μας ζητάτε και δικαιώματα, ξέρω τι λέω. Στην αρχή θα είστε αόρατοι, μετά θα χρησιμοποιήσετε τα ανθρώπινα δικαιώματα και θα αρχίσετε να το παίζετε μειονότητα που απαιτεί αναγνώρισή και δικαιώματα. Και μετά θα γίνετε και μόδα και τα νεαρά παιδιά θα θέλουν να σας μοιάσουν. Κι ύστερα θα έρθει το χάος και κανείς μας δε θα ξέρει ποιος είναι ποιος. Έτσι δεν είναι; Αυτός δεν είναι ο σκοπός σας κύριε λογιστή;

Ο Γιάννης είχε μείνει άναυδος. Την κοιτούσε μέσα στο κουστούμι της και δεν ήξερε τι να πει. Τόσα χρόνια στο εξωτερικό αγνοούσε τι γινόταν στην Ομορφιά. Και κανένας ποτέ δεν έτυχε να τον έχει ενημερώσει.

– Λοιπόν; Ρώτησε αυστηρά η Δήμαρχος περιμένοντας γρήγορα μια απάντηση.

– Κύριε Γιάννη, ξέρετε…, κάτι προσπάθησε να πει πάλι ο προϊστάμενος.

– Σταμάτα Ιορδάνη, άφησέ τον να μιλήσει μόνος του. Τόσα πτυχία έχει, λες να μην ξέρει να απαντήσει;

– Μα, εγώ…

– Ιορδάνη silence. Για να μιλήσω στη γλώσσα του μήπως και με καταλάβει.

– Ε; έκανε γεμάτος απορία ο Ιορδάνης που δεν ήξερε ξένες γλώσσες;

– Τίποτα Ιορδάνη. Ησυχία. Λοιπόν, σας ακούμε.

– Τι να πω; Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα…

– Όχι, η αλήθεια είναι ότι ξέρετε κι ότι έχετε πολύ θράσος νεαρέ.

– Θράσος, αναφώνησε δυνατά ο προϊστάμενος δείχνοντάς τον με το δάχτυλο.

– Ιορδάνη silence.

– Μάλιστα.

– Όχι, πραγματικά δεν το ήξερα. Ξέρετε από δεκαεφτά χρονών είμαι στο εξωτερικό και αποφάσισα να γυρίσω πίσω μόλις πριν μερικούς μήνες, μετά από δεκαπέντε χρόνια απουσίας. Αγνοούσα παντελώς την κατάσταση εδώ.

– Πως την αγνοούσατε αφού είναι γνωστή παντού; αναφώνησε ο προϊστάμενος.

– Μπράβο Ιορδάνη, απάντησε η Σαπφώ.

– Μα ειλικρινά σας το λέω, δεν το ήξερα. Αλλά να σας πω και κάτι; Δε νομίζω ότι έχει σημασία το τι κάνει ο καθένας στο σπίτι του σε σχέση με τη δουλειά του.

– Μα δεν είναι μόνο η δουλειά, υπάρχει και η κοινωνία, είπε ξανά ο προϊστάμενος και παρατήρησε το επιδοκιμαστικό βλέμμα της Δημάρχου.

– Σίγουρα είναι σημαντικός παράγοντας η κοινωνία, αλλά και πάλι δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει εγώ να είμαι και να εκλαμβάνομαι ως διαφορετικός από εσάς. Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι;

– Όχι βέβαια. Εμείς εδώ πασχίζουμε να διατηρήσουμε τα σωστά ήθη και να περάσουμε στα παιδιά μας σωστές αρχές. Τι θα πω σ’ αυτά τα παιδιά όταν με ρωτήσουν γιατί έδωσα άδεια σε κάποιον όπως εσείς να ζήσει και να εργαστεί ανάμεσά μας; Πως θα τα κοιτάξω στα μάτια; Κι άμα κάνω την αρχή με σας και φανώ επιεικής μετά θα εμφανιστούν κι άλλοι και θα απαιτούν κι εκείνοι να μείνουν μόνιμα εδώ. Και ξέρετε τι θα γίνει μετά; Θα αρχίσουν οι συγκρίσεις και οι διαχωρισμοί. Εμείς και οι άλλοι. Και θα μπερδευτεί το πράγμα και δε θα μπορεί να ξαναγίνει όπως πριν. Και μετά θα αρχίσουμε να συμβιβαζόμαστε. Άσε που θα υπάρξουν κάποιοι πουριτανοί που θα απαιτούν αυστηρά μέτρα κι από την άλλη κάποιοι πιο απελευθερωμένοι τάχα μου, που θα ζητάνε περισσότερα δικαιώματα και θα έχω μετά να κάνω και με τις κόντρες τους κι άντε να βγάλω άκρη. Ενώ τώρα είμαστε όλοι ίδιοι κι έχω την ησυχία μου. Εσύ είσαι διαφορετικός κι όπως καταλαβαίνεις δε χωράς εδώ.

– Δεν είναι όμως μια μορφή ρατσισμού αυτό;

– Σας παρακαλώ, είπε τσιρίζοντας ο προϊστάμενος και πετάχτηκε από την καρέκλα του λες και τον τσίμπησε σφήκα.

– Ιορδάνη, κάτσε.

– Μάλιστα.

– Όχι, δεν είναι ρατσισμός και σας παρακαλώ να προσέχετε πως μιλάτε. Επειδή τυχαίνει να είστε διαφορετικός δε σημαίνει πως φταίμε εμείς οι άλλοι γι’ αυτό.

– Μα, εγώ δεν είμαι διαφορετικός, είμαι αυτός που είμαι γιατί έτσι έχω επιλέξει. Μήπως η διαφορετικότητα αγγίζει εσάς;

– Τα βλέπετε, ακόμα δεν ήρθατε κι αρχίσατε τη φιλολογία και τα επιχειρήματα των μειονοτήτων. Άλλο πράγμα είναι ο ρατσισμός κι άλλο η διαφορετικότητα.

– Καλά τα λέει η Δήμαρχος.

– Ιορδάνη, silence.

– Μάλιστα.

– Και σε τι πειράζει αν εγώ είμαι διαφορετικός από εσάς τους υπόλοιπους; Δεν μπορώ να κάνω καλά τη δουλειά μου; Ή μήπως είμαι εγκληματίας;

– Δε θα μπορέσετε να προσαρμοστείτε ποτέ. Θα κρύβεστε σε όλη σας τη ζωή. Κι αυτό θα κάνει κακό και σε σας αλλά και στην κοινωνία τη δικιά μας γιατί θα σπείρετε καινά δαιμόνια και θα αρχίσει να φύεται παντού η αμφιβολία. Γιατί δεν μπορείτε να το καταλάβετε;

– Δηλαδή σας νοιάζει μόνο για τον εαυτό σας; Μην τυχόν και υπάρξει κάτι διαφορετικό και ταράξει τα ήσυχα νερά; Αυτό σας ενδιαφέρει, έτσι δεν είναι;

– Και γιατί να υπάρξει κάτι διαφορετικό από τη στιγμή που είμαστε εντάξει όπως είναι τα πράγματα τώρα. Άσε που η διαφορετικότητα αυτή δε συνάδει και με τη φύση των πραγμάτων.

– Τη φύση των πραγμάτων την καθορίζουμε εμείς, είπε ο Γιάννης γεμάτος αυτοπεποίθηση.

– Πως; αναφώνησε ο Ιορδάνης.

– Ιορδάνη ήσυχα.

– Μάλιστα.

– Η φύση των πραγμάτων αγαπητέ μου είναι προκαθορισμένη. Δεν μπορούμε εμείς μια ωραία μέρα να βγάλουμε ένα φιρμάνι και να την αλλάξουμε. Κι εσείς δυστυχώς πάτε ενάντια στη φύση αυτή.

– Εγώ πάω ενάντια ή εσείς;

– Ορίστε, αρχίσατε πάλι να αυθαδιάζετε. Εσείς είστε διαφορετικός εδώ, όχι εγώ. Άρα εσείς πάτε ενάντια στα φυσικά πράγματα και θέλετε απ’ ότι βλέπω να μας επιβάλλετε και την άποψή σας.

– Εγώ δε θέλω να επιβάλλω καμία άποψη, απλώς σας τονίζω το γεγονός ότι όπως κι εσείς έτσι κι εγώ έχω δικαίωμα να είμαι αυτό που θα επιλέξω να είμαι και αυτή ακριβώς η επιλογή μου δεν μπορεί και δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο στη ζωή μου ή στη δουλειά μου.

– Τον ακούτε κυρία Σαπφώ, τον ακούτε;

– Τον ακούω Ιορδάνη. Δηλαδή μου λέτε ότι επειδή είστε διαφορετικός και μόνο γι’ αυτό, πρέπει να σας σεβόμαστε. Αν δηλαδή υπήρχε ένας λογιστής εδώ που να ήταν άριστος στη δουλειά του, πρέπει να τον διώξουμε και να βάλουμε εσάς στη θέση του επειδή είστε αυτός που είστε ακόμα κι αν δεν κάνετε τη δουλειά το ίδιο καλά. Αυτό είναι ρατσισμός κι αυτό προσπαθείτε να μας επιβάλλετε ακόμα δεν πατήσατε το πόδι σας καλά καλά εδώ.

– Όχι δεν είπα αυτό.

– Αυτό είπατε, τσίριξε για ακόμα μια φορά ο Ιορδάνης.

– Γιατί φωνάζετε μέσα στ’ αυτιά μου;

– Γιατί έτσι.

– Ιορδάνη, συγκρατήσου.

– Ναι ρε Ιορδάνη, συγκρατήσου επιτέλους και μη φωνάζεις έτσι, του είπε ο Γιάννης ξεχνώντας και τους στοιχειώδεις κανόνες ευγένειας.

– Λοιπόν, κύριε Γιάννη, νομίζω ότι έχω καταλάβει καλά το λόγο για τον οποίο έχετε έρθει εδώ. Και δυστυχώς δεν μπορώ να επιτρέψω να γίνει κάτι τέτοιο. Ίσως ήρθε η ώρα να σας αποχαιρετήσω.

– Μα, δεν έχετε καταλάβει τίποτα. Αφού το σκεπτικό σας είναι τελείως λανθασμένο.

– Λανθασμένο ε;

– Με παρεξηγήσατε. Όταν λέω λανθασμένο εννοώ ότι δεν έχω έρθει για να διασαλέψω τα ήθη του τόπου. Απλώς θέλω μια εργασία για να μπορώ να συντηρήσω με αξιοπρέπεια την οικογένειά μου.

– Ας υποθέσουμε ότι είναι αλήθεια ο ισχυρισμός σας. Κι ας υποθέσουμε ότι οι προθέσεις σας είναι αγνές. Κι ότι σας δίνω την άδεια. Δε μου λέτε, όταν πάρετε αγκαλιά τη γυναίκα σας και σας βλέπει ο κόσμος, νομίζετε ότι αυτό θα περάσει απαρατήρητο; Νομίζετε ότι όταν περπατάτε πιασμένοι από το χέρι δε θα σας σχολιάζουν; Κι άμα αρρωστήσετε, χτύπα ξύλο, νομίζετε ότι στο νοσοκομείο οι γιατροί θα πιστέψουν ότι η γυναίκα σας είναι η σύντροφός σας για δώσουν ή να πάρουν πληροφορίες; Ή τα παιδιά σας, ξέρετε πως θα αντιμετωπίζονται στο σχολείο από τους συμμαθητές τους; Σαν μιάσματα, σαν τα παιδιά της σιχαμερής οικογένειας που αγνοεί τους κανόνες της φύσης. Κι όταν έρθει η στιγμή να ερωτευτούν δε θα ξέρουν προς τα πού να κατευθυνθούν, αφού άλλα πρότυπα θα έχουν από το σπίτι κι άλλα από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Πιστέψτε με, μπορώ να μιλάω για ώρες και να σας αναφέρω πάρα πολλά επιχειρήματα, αλλά δε θα το κάνω, νομίζω ότι παρά τη διαφορετικότητά σας μπορείτε να με καταλάβετε.

– Καλά τα λέει η Δήμαρχος. Αυτή τη φορά η φωνή του Ιορδάνη ήταν ήπια.

– Δεν ξέρω τι να πω…

– Να μην πείτε τίποτα, να φύγετε…

– Ιορδάνη, πόσες φορές θα το πώ;

– Μάλιστα.

– Το καλύτερο είναι να το σκεφτείτε πιο ψύχραιμα. Μια δεύτερη σκέψη ποτέ δεν έβλαψε κανένα. Κι αν είστε σίγουρος για την επιλογή σας, ελάτε να τα ξαναπούμε. Είμαστε σύμφωνοι;

– Εντάξει.

 

Σηκώθηκε φανερά απογοητευμένος κι ανταπέδωσε τη χειραψία με τη Σαπφώ. Είχε δίκιο εκείνη η γυναίκα. Δεν είχε σκεφτεί τα παιδιά και το στίγμα που θα κουβαλούσαν σε όλη τους τη ζωή εξαιτίας των συμβάσεων της κοινωνίας. Ειδικά στην τρυφερή ηλικία που θα βρισκόταν πίσω από τα θρανία της εκπαίδευσης η ψυχή τους κινδύνευε να πληγωθεί ανεπανόρθωτα για κάτι το οποίο δε έφταιγαν καθόλου. Βγήκε σιωπηλός και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα. Έφτασε χωρίς να το καταλάβει στο ισόγειο και βγήκε μονομιάς έξω. Πίσω του ακούστηκε εκείνο το γνώριμο τσίριγμα.

– Που πας, περίμενε.

Γύρισε και είδε τον Ιορδάνη να τρέχει ατσούμπαλα και λαχανιασμένος όπως ήταν η τσιριχτή φωνή του έγινε πιο διαπεραστική.

– Τα χαρτιά σου, τα χαρτιά σου…, φώναξε κουνώντας την αίτηση και τα δικαιολογητικά του Γιάννη.

Αφού τον ευχαρίστησε βγήκε στην πλατεία. Έριξε μια ματιά στην καφετέρια απέναντι. Ο αμαξάς που τον είχε φέρει καθόταν μπροστά μπροστά πίνοντας καφέ και του έκανε ματιά. Του φάνηκε πως τον κάλεσε κάνοντάς του νεύμα με το χέρι του, αλλά δεν έδωσε σημασία. Γύρισε κι έψαξε να βρει μια άμαξα για να φύγει. Λίγο μακρύτερα, στην άκρη της γωνίας διέκρινε τις άμαξες που περίμεναν υπομονετικά. Καθώς προχωρούσε διαπίστωσε ότι η πόλη του φαινόταν τελείως διαφορετική τώρα πια. Η αλήθεια τον είχε κάνει βλέπει τα πράγματα αλλιώς, έτσι όπως ήταν στην πραγματικότητα. Αναρωτήθηκε αν ταίριαζε εδώ, αν θα μπορούσε να ζήσει με όλη αυτή τη διαφορετικότητα γύρω του. Αν θα μπορούσε να αφομοιωθεί ή θα ήταν αναγκασμένος να προσποιείται για να κρύβει αυτό που πραγματικά είναι προκειμένου να μην ξεχωρίζει. Ανέβηκε στην πρώτη άμαξα. Ο αρρενωπός αμαξάς γύρισε και τον κοίταξε.

– Που πας χρυσό μου;

Η ιστορία σε pdf: Η Ομορφιά

και σε epub: Η Ομορφιά

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 11

Latest Images

Trending Articles





Latest Images